καθεστηκυίας

καθεστηκυίας
καθεστηκυί̱ᾱς , καθίστημι
set down
perf part act fem acc pl
καθεστηκυί̱ᾱς , καθίστημι
set down
perf part act fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Μαρκούζε, Χέρμπερτ — (Herbert Marcuse, Βερολίνο 1898 – ΗΠΑ 1979). Γερμανός φιλόσοφος και κοινωνιολόγος. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Βερολίνου και του Φράιμπουργκ. Συνεργάστηκε με το Ινστιτούτο Κοινωνικών Ερευνών της Φρανκφούρτης έως το 1933, οπότε το… …   Dictionary of Greek

  • μηδενισμός ή νιχιλισμός — (nihilisme, από το λατινικό nihil = μηδέν, τίποτα). Όρος που έγινε παγκόσμια γνωστός από το μυθιστόρημα Πατέρες και παιδιά (1862) του Τουργκένιεφ, ενώ καθιερώθηκε για να χαρακτηρίσει πολλές και ποικίλες μορφές σκέψης, καθώς και την επαναστατική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”